- θάβομαι
- θάβομαι, θάφτηκα και τάφηκα, θαμμένος βλ. πίν. 155——————Σημειώσεις:θάβομαι : ο τύπος τάφηκα (να ταφώ κτλ.) χρησιμοποιείται ως ισοδύναμο του θάφτηκα κυρίως για την έννοια → ενταφιάζομαι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταψάλλω — (AM) αποδοκιμάζω κάποιον με ψαλμούς αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο («καταυλεῑν και καταψάλλειν», Πλούτ.) 2. παθ. καταψάλλομαι υμνούμαι, δοξάζομαι, αινούμαι («καταψάλλεται... ὁ δημιουργός», Πορφ.) 3. επικρίνω 4. παθ. α) ευχαριστούμαι… … Dictionary of Greek
κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί … Dictionary of Greek
ξενοθάβομαι — και ξενοθάπτομαι θάβομαι στην ξενιτιά … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
συνενθάπτομαι — Α [ἐνθάπτομαι] θάβομαι μαζί … Dictionary of Greek